- ἀσταφιδίτης
- ἀστᾰφῐδίτης, ου, ὁ, fem. [suff] ἀστακτ-ῖτις, ιδος,A of raisins, ἀσταφιδῖτις ῥώξ bunch of raisins, AP9.226 (Zon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσταφιδίτιδα — ἀσταφιδί̱τιδα , ἀσταφιδίτης of raisins fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)